- πολυκυλίνδητος
- πολυ-κῠλίνδητος, ον,A much or often rolled, Eust.1471.7, Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πολυκυλίνδητος — much masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυκυλίνδητος — ον, Α αυτός που κυλιέται πολύ ή συχνά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κυλίνδητος (< κυλίνδω «κυλώ»), πρβλ. τρι κυλίνδητος] … Dictionary of Greek